ιλαροφυΐα

ιλαροφυΐα
ἱλαροφυΐα, ἡ (Α)
εύθυμη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -φυΐα (< -φυής < φύος ή φυή), πρβλ. ιδιο-φυΐα, μεγαλο-φυΐα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”